- ρύσταγμα
- -ατος, τὸ, Α [ῥυστάζω]1. βίαιο σύρσιμο2. κακή μεταχείριση3. (σχετικά με γυναίκα) συνουσία μετά από εξαναγκασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυσταγμάτων — ῥύσταγμα dragging away neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)